κατακάθισμα

κατακάθισμα
το [κατακαθίζω]
1. καθίζηση, υποχώρηση, βούλιαγμα
2. κατακάθι*
3. καθησύχαση, κατευνασμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατακάθισμα — το 1.καθίζηση, υποχώρηση, βούλιαγμα. 2. κατακάθι (βλ. λ.). 3. μτφ., ηρέμηση, καλμάρισμα, κατευνασμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ίζηση — η καθίζηση, κατάπτωση, κατακρήμνισμα, κατακάθισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵζω. Η λ. στην αρχ. απαντά μόνο ως β σύνθ. (πρβλ. εν ίζησις, προσ ίζησις, συν ίζησις)] …   Dictionary of Greek

  • κατακάθι — το 1. υποστάθμη, ίζημα, καταστάλαγμα, κατακάθισμα 2. άτομο κακής υπόστασης, κακοποιό στοιχείο, παλιάνθρωπος («κατακάθι τής κοινωνίας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατακαθίζω υποχωρητικά] …   Dictionary of Greek

  • καταστάλαγμα — το [κατασταλάζω] 1. το προϊόν τής απόσταξης, το κατακάθισμα, το ίζημα 2. η απόσταξη, το στράγγισμα 3. το ξαστέρωμα, το λαμπικάρισμα 4. έκβαση, αποτέλεσμα, αποκρυστάλλωμα …   Dictionary of Greek

  • κρηπίδα — Όρος της ωκεανογραφίας που περιγράφει την υποθαλάσσια ζώνη του βυθού των θαλασσών. Η θαλάσσια κ. φτάνει σε βάθος 200 μ. Η μορφή της επιφάνειας της ηπειρωτικής κ. οφείλεται κυρίως σε ενέργειες σημειούμενες σε περιόδους κατά τις οποίες η στάθμη της …   Dictionary of Greek

  • αναλύσεις, κλινικές — Μορφολογικές, φυσικές, χημικές και βιολογικές εξετάσεις, που γίνονται σε ιστούς, εκκρίματα, απεκκρίματα ή παθολογικά προϊόντα του οργανισμού, με σκοπό να οδηγηθεί ο γιατρός στη σωστή διάγνωση, στον καθορισμό της βαρύτητας και στην παρακολούθηση… …   Dictionary of Greek

  • ίζημα — το, ατος 1. κατακάθισμα, κατακάθι: Ίζημα ανθρακικού ασβεστίου. 2. πέτρωμα που σχηματίστηκε από την καθίζηση ουσιών που αιωρούνται στον αέρα ή βρίσκονται μέσα στο νερό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εναπόθεση — η 1. η τοποθέτηση πράγματος μέσα σε άλλο, αποθήκευση. 2. στον πληθ., εναποθέσεις το κατακάθισμα αλάτων στην εσωτερική επιφάνεια ατμολέβητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατακάθι — το καθίζημα, κατακάθισμα, υποστάθμη: Πετάμε το κατακάθι του λαδιού, γιατί δεν είναι καθαρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταστάλαγμα — το, ατος 1. το αποτέλεσμα του κατασταλάζω, κατακάθισμα, κατακάθι: Αυτό είναι το καταστάλαγμα του λαδιού. 2. κατάληξη, αποτέλεσμα: Το καταστάλαγμα των ενεργειών του ήταν να πάρει τη θέση που ζητούσε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”